πενταράκι

πενταράκι
το [πεντάρα]
υποκορ. τού πεντάρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πεντάρα — πεντάρα, η και πεντάρι, το και πενταράκι, το νόμισμα χάλκινο ή νικέλινο αξίας πέντε λεπτών: Δεν αξίζει μια πεντάρα. Φρ., «Πεντάρα δε δίνει», δεν ενδιαφέρεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”